μεταρρύθμισιν — μεταρρύθμισις alteration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… … Dictionary of Greek
Ευταξίας, Αθανάσιος — (Δαδί 1849 – Αθήνα 1931). Θεολόγος, πολιτικός και συγγραφέας. Βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας από το 1885, διορίστηκε επανειλημμένα υπουργός Παιδείας (1893, 1897, 1899), Οικονομικών (1902 και 1922) και Εθνικής Οικονομίας (1915). Διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ζαγγογιάννης, Δημήτριος — (Λαμία 1861 – 1904). Εκπαιδευτικός και πανεπιστημιακός. Ήταν ο πρώτος τακτικός καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής σε γυμνάσιο, διευθυντής στο διδασκαλείο της Λάρισας και… … Dictionary of Greek
Κλήμης, Στέφανος — (Κάλυμνος ; – Αθήνα 1887). Λόγιος μουσικός. Εργάστηκε στην Αθήνα, όπου δημοσίευσε μελέτες σε διάφορες καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες. Από τις εργασίες του διακρίνονται Η ελληνική μουσική και η μελετωμένη εν Κωνσταντινουπόλει μεταρρύθμισις αυτής … Dictionary of Greek
μεταρρυθμίσῃ — μεταρρυθμίσηι , μεταρρύθμισις alteration fem dat sg (epic) μεταρρυθμίζω change the form aor subj mid 2nd sg μεταρρυθμίζω change the form aor subj act 3rd sg μεταρρυθμίζω change the form fut ind mid 2nd sg μεταρρυθμίζω change the form aor subj mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)